ἐγών

English (LSJ)

dialectic form of ἐγώ.

Spanish (DGE)

ἐγώνγαἐγώνη v. ἐγώ.

German (Pape)

[Seite 715] ἔγωνγα, ἐγώνη, = ἐγώ, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἐγώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγών: эп.-дор. перед гласн. = ἐγώ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγών: ἐγώνγα, ἐγώνη, διαλεκτικοὶ τύποι τοῦ ἐγώ, ἔγωγε, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

besides the usual forms, also gen. ἐμεῖο, ἐμεῦ, ἐμέο, μευ, ἐμέθεν: I, me.

Greek Monotonic

ἐγών: ἐγώγα, ἐγώνγα, διαλεκτικοί τύποι του ἐγώ, ἔγωγε.