ἐεισάμην

English (LSJ)

ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι, v. Εἴδω:—but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι II.

German (Pape)

[Seite 717] ep. = εἰσάμην, zu εἶδον.

Russian (Dvoretsky)

ἐεισάμην:
I эп. aor. med. к *εἴδω.
II эп. aor. med. к εἶμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐεισάμην: ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἴδομαι· ἴδε *εἴδω.

Greek Monotonic

ἐεισάμην: -αο, Επικ. αόρ. του εἴδομαι (βλ. εἴδω Α)· μτχ. ἐεισάμενος.