ἐκέκαστο

English (LSJ)

v. καίνυμαι.

Spanish (DGE)

v. καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκέκαστο: ἴδε τὸ ῥῆμα καίνυμαι.

English (Autenrieth)

see καίνυμαι.

Greek Monotonic

ἐκέκαστο: γʹ ενικ. υπερσ. του καίνυμαι.