ἐκθοινάομαι

English (LSJ)

feast on, c. acc., A.Pr.1025.

Spanish (DGE)

darse un festín de, comerse ἧπαρ de Prometeo por parte del águila, A.Pr.1025.

German (Pape)

[Seite 760] dep. pass., ausfressen, ἧπαρ ἐκθοινήσεται Aesch. Pr. 1025.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
dévorer.
Étymologie: ἐκ, θοινάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθοινάομαι: выедать, пожирать (ἧπαρ ἐκθοινάσεται ἀετός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθοινάομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. καταβιβρώσκω, μετ’ αἰτ. ἧπαρ ἐκθοινήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

Greek Monotonic

ἐκθοινάομαι: μέλ. -ήσομαι· αποθ., καταβροχθίζω, με αιτ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to feast on, c. acc., Aesch.