ἐκθορυβέω
English (LSJ)
disturb, disquiet, Poll.1.117:—Pass., ἐκ τῶν ῠπνων ἐκθορυβούμενοι Aret.SD1.5.
Spanish (DGE)
1 conturbar, trastornar del rayo, Poll.1.117
•agitar, asustar μὴ κατασχών, ἀλλ' ἐκθορυβήσας τὸν ἵππον Philostr.Im.1.28.8.
2 en v. med. sobresaltarse, trastornarse ἐκ τῶν ὕπνων Aret.SD 1.5.5.
German (Pape)
[Seite 761] beunruhigen, aufschrecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθορῠβέω: ταράττω, ἀνησυχῶ, τρομάζω, «ἀστραπὴ… ἐξέπληξε τὰς ψυχάς, ἐξεθορύβησε…» Πολυδ. Α, 117: - Παθ., ἐκ τῶν ὓπνων ἐκθορυβούμενοι Ἀρετ. π. Αἰτ. Παθ. 1. 5.