ἐκθρώσκω

German (Pape)

[Seite 761] (s. θρώσκω), heraus-, hervorspringen; Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορεν Il. 21, 539; κραδίη ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, es springt das Herz aus der Brust, schlägt heftig, 10, 95; ἔκθορε δίφρου 16, 427; ναῶν Aesch. Pers. 449; ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε, eile aus dem Lande, Soph. O. C. 233; auch mit dem accus., δίκτυον, aus dem Netz, Ep. ad. 417 (IX, 371). Aus dem Schooß der Mutter, zur Welt kommen, H. h. Apoll. 119. – Auch in sp. Prosa, ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. D. Mar. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθρώσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. -έθορον: ― τινάσσομαι ἢ πηδῶ ἒξω, ἐκπηδῶ, μετὰ γεν., ἔκθορε δίφρου Ἰλ. Π. 427˙ ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης H 182, πρβλ. Ψ. 353˙ ἐκθρ. ναῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 457˙ κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει, ἐπί τῶν βιαίων καὶ σφοδρῶν τῆς καρδίας παλμῶν, Ἰλ. Κ. 95˙ ἀπολ., ἐξορμῶ, Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε Φ. 539˙ σπανίως μετ’ αἰτ., δίκτυον ἐκθρώσκοντα… λαγωὸν Ἀνθ. Π. 9. 371: ― ἐκθ. ἀπὸ ὕπνου Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3˙ ἐξέρχομαι ἐκ τῆς μήτρας, γεννῶμαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 119.

English (Autenrieth)

aor. ἐξέθορε, ἔκθορε: spring or leap forth.

Greek Monolingual

ἐκθρῴσκω (Α)
1. πηδώ, πετιέμαι έξω
2. εξορμώ
3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά
4. φεύγω γρήγορα
5. ξυπνώ
6. (για βρέφος) γεννιέμαι.

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2 ἐξέθορον
to leap out of, c. gen., ἔκθορε δίφρου Il.; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει of the violent beating of the heart, Il.:— rarely c. acc., Anth.