ἐκλειοτριβέω

English (LSJ)

to powder very fine, Dsc.Ther.19 (Pass.).

Spanish (DGE)

reducir a polvo fino, majar Dsc.Ther.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλειοτριβέω: μέλλ. -ήσω, τρίβω, κοπανίζω τι καλῶς, καθιστῶ αὐτὸ λεῖον, πράσα τε καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα... ἐκλειοτριβηθέντα καταπλασσέσθω Διοσκ. Θηριακ. 19, σ. 431Ε.

German (Pape)

ἐκλειόω, Diosc.