ἐκλειόω
From LSJ
English (LSJ)
rub down or rub to pieces, Alcx.Trail.7.5, Steph.in Hp.1.156D.
Spanish (DGE)
picar muy fino, triturar en compuestos médicos θηλυπτερίου τὴν ῥίζαν ἐκλειῶν τῷ μέλιτι Alex.Trall.2.597.4, cf. Hippiatr.11.16, en v. pas., Asclep.Iun. en Gal.13.744, Anon.Alch.439.17
•fig. reducir c. constr. prep. πᾶσαν τὴν ὕλην πρὸς τὴν ἑαυτῆς κακίαν ἐκλειῶσαι Steph.in Hp.Progn.180.16.
German (Pape)
[Seite 766] zerreiben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλειόω: κάμνω τι νὰ «λειώση», «λειώνω», μίσγουσι καὶ ἐκλειώσαντες χρῶνται Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 336. τὸν οἶνον μετὰ τῶν φοινίκων ἐκλειώσας τὰ ξηρὰ συνεκλείου αὐτόθι.