ἐκλεκτέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be picked out, selected,Pl.R. 456b,al.
II ἐκλεκτέον one must select, ib.412d, Arist.APr.43b6, Sor.1.78.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser seleccionado γυναῖκες ἄρα αἱ τοιαῦται τοῖς τοιούτοις ἀνδράσι ἐκλεκτέαι Pl.R.456b, cf. 535a, Lg.809b.
2 que ha de ser recogido λίθοι Thphr.CP 3.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Πολ. 456Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐκλεκτέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, αὐτόθι 412D, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλεκτέος: adj. verb. к ἐκλέγω.