ἐκμαλθακόω

English (LSJ)

= ἐκμαλάσσω (relax, weaken, soften, mollify), Men. Prot. p. 5 D.

Spanish (DGE)

aplacar, apaciguar ἀλαζονείας ἀνάπλεα φρονήματα Men.Prot.5.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαλθᾰκόω: καθιστῶ τι μαλθακόν, χαυνώνω, μαλάσσω καλῶς, Σουΐδ. (Μένανδρ. σ. 283 Nieb).

German (Pape)

erweichen, Suid.