ἐκνευρισμός

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνευρισμός: -οῦ, ὁ, χαύνωσις, χαλάρωσις, ἐξασθένησις, Ν. Χων. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τ. Α΄, σ. 109.