ἐξασθένησις

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)
1. κατάπτωση, εξάντλησηεξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξασθένησις: ἡ, κατάπτωσις τῶν δυνάμεων, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 5. 18, σ. 282Β.