ἐκπεριλαμβάνω

German (Pape)

[Seite 772] (s. λαμβάνω), ganz umfassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεριλαμβάνω: ἐπιτεταμέν. ἀντὶ τοῦ περιλαμβάνω, Βασίλ. τ. 1. σ. 49Β.

Spanish (DGE)

1 abrazar, rodear ὁ ἀὴρ ... τὸν περίγειον ἐκπεριείληφε τόπον Basil.M.29.85C.
2 fig. abarcar, comprender, encerrar πᾶσαν ... τὴν ζωτικὴν ἰδέαν (la creación del hombre) comprende toda especie viviente Gr.Nyss.M.46.60D, cf. Origenes Cels.4.62.

Greek Monolingual

ἐκπεριλαμβάνω (Α)
περιλαμβάνω ολοκληρωτικά.