ἐκσκαφή
English (LSJ)
ἡ, digging out, PTeb.342.27 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
excavación c. gen. χοὸς ... καὶ ἄμμου PTeb.342.27 (III d.C.), κρήνης POxy.2240.26 (III d.C.).
Greek Monolingual
η (Μ ἐκσκαφή)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα.