εκσκάπτω

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

(AM ἐκσκάπτω)
1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω
2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.