Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(AM ἐκσκάπτω)1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.