ἐκταθήσομαι

English (LSJ)

v. ἐκτείνω.

Spanish (DGE)

v. κτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτᾰθήσομαι: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐκτείνω.

Greek Monotonic

ἐκτᾰθήσομαι: Παθ. μελ. του ἐκτείνω.