ἐκφλαυρίζω

English (LSJ)

make light of, πρᾶγμα f.l. in Plu.2.680c, cf. Pomp. 57, prob. in Sch.Ar.Pl.885.

Spanish (DGE)

infravalorar, minimizar, ridiculizar πράξεις Plu.Pomp.57, cf. Plu.2.680c τὸν λόγον Plu.Sert.26, τὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν ὡς ἄπιστον Plu.Phil.19
frec. en cód. ἐκφλυαρίζω q.u.

German (Pape)

[Seite 785] = ἐκφαυλίζω, Plut. Pomp. 57 Sert. 26.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκφαυλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφλαυρίζω: Plut. = ἐκφαυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλαυρίζω: Ἀττ. ἀντὶ ἐκφαυλίζω, Πλουτ. Πομπ. 57, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκφλαυρίζω (Α)
εκφαυλίζω, εξευτελίζω, καθιστώ κάτι μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Greek Monotonic

ἐκφλαυρίζω: Αττ. αντί ἐκφαυλίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Attic for ἐκφαυλίζω, Plut.]