ἐκφυάς

English (LSJ)

ἐκφυάδος, ἡ, = ἀποφυάς, Eratosth.26.

Spanish (DGE)

(ἐκφῠάς) -άδος, ἡ
brote, retoño χλωρὰς κλήματος ἐκφυάδας Eratosth.26, fig. ὅπως ... αἱ ἐκφυάδες αὐτῆς (αἱρέσεως) ... καταφρονηθῶσι Hippol.Haer.9.6.1.

German (Pape)

[Seite 786] άδος, ἡ, der Auswuchs, das Anhängsel, Arist. part. anim. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφυάς: άδος ἡ Arst. v.l. = ἀποφυάς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφυάς: -άδος, ἡ, = ἀποφυάς, Σχόλ. Διοσκ. ἐν Matthaei Medicis σ. 360.

Greek Monolingual

ἐκφυάς, η (Α)
απόφυση.