ἐλεοδύτης

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, sacrificial cook at Delos, Ath.4.173a.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
encargado de mesa de los delios, que ejercía esta función en los festines sagrados, Ath.173a, b.

German (Pape)

[Seite 795] ὁ, nach Ath. IV, 173 a allgemeine Benennung von Küchendienern, s. ἐλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεοδύτης: -ου, ῠ, ὁ, ἐπίθετον τῶν Δηλίων, «ἐλεοδύται, διὰ τὸ τοῖς ἐλεοῖς ὑποδύεσθαι διακονοῦντες ἐν ταῖς θοίναις· ἐλεὸς δ’ ἐστὶν ἡ μαγειρικὴ τράπεζα» Ἀθήν. 173Α.

Greek Monolingual

ἐλεοδύτης, ο (AM)
υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο
αρχ.
επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια.