ἐμπαραβάλλομαι

English (LSJ)

throw oneself into, τιμωρίαις into punishment, Phalar.Ep.132; ἐμπαραβαλέσθαι τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ = to venture to believe in one's heart, ib. 130.

Spanish (DGE)

fig. introducir, meter ὅμοιον δὴ κρίνω τὸν στρατηγὸν ἐμπαραβαλέσθαι τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ = un pensamiento similar opino que el general concibe en su alma Onas.33.3.

German (Pape)

[Seite 810] (s. βάλλω), sich hineinstürzen, τιμωρίαις Phalar.; τῇ ψυχῇ, sich Etwas einfallen lassen, 130.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαραβάλλομαι: παθ., ῥίπτω ἐμαυτὸν εἴς τι, τιμωρίαις, εἰς τιμωρίας, Φαλάρ. Ἐπιστ. 132 μηδὲ ἐμπαραβάλλου τῇ σεαυτοῦ ψυχῇ ὡς ἀλλότριον, κτλ., μηδὲ νὰ βάλλῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 130.