ἐμπλήρωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, space filled up, dub. l. in Gal.18(1).376.

Spanish (DGE)

-ματος, τό complemento, añadido Gal.18(1).376 (dud.).

Greek Monolingual

ἐμπλήρωμα, το (Α)
γεμάτος, πλήρης χώρος.