ἐμπλήσας: -σάμενος, ἐμπλήσατο, ἔμπλητο, ἴδε πίμπλημι.
ἐμπλήσας: -σάμενος, μτχ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. αʹ του ἐμπίπλημι· ἐμπλήσατο, Επικ. αντί ἐνεπλήσατο.