ἐμπλήσας

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήσας: -σάμενος, ἐμπλήσατο, ἔμπλητο, ἴδε πίμπλημι.

Greek Monotonic

ἐμπλήσας: -σάμενος, μτχ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. αʹ του ἐμπίπλημι· ἐμπλήσατο, Επικ. αντί ἐνεπλήσατο.