ἔμπλητο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπλητο Medium diacritics: ἔμπλητο Low diacritics: έμπλητο Capitals: ΕΜΠΛΗΤΟ
Transliteration A: émplēto Transliteration B: emplēto Transliteration C: emplito Beta Code: e)/mplhto

English (LSJ)

V. ἐμπίμπλημι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. poét. impf. Moy. de ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλητο: эп. 3 л. sing. impf. med. к ἐμπίπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλητο: ἔμπληντο, γ΄ ἑνικ. καὶ γ΄ πληθ. Ἐπ. ἀορ. β΄ τοῦ ἐμπίπλημι.

English (Autenrieth)

see ἐμπίπλημι.

Greek Monotonic

ἔμπλητο: Επικ. Παθ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμπίπλημι.