ἐμφανία

English (LSJ)

ἡ, information laid, IG9(1).267.10 (Opus).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφανία: ἡ, καταγγελία (;) Ἐπιγρ. Λοκρῶν Ὀπουντίων ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 489˙ πρβλ. Κουμανούδη Συναγ. Ἀθησ. λέξ. ἐν λ. καὶ ἴδε φάσις (Α).

Greek Monolingual

ἐμφανία, η (Α)
μαρτυρία, καταγγελία.