ἐμφόρβιος

English (LSJ)

ἐμφόρβιον,
A eating away, consuming, τινός Nic.Th.629.
II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que amordaza, que somete στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad Nic.Th.629.

German (Pape)

[Seite 820] abweidend, abzehrend, Nic. Th. 629; τὸ ἐμφ., das Triftgeld, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρβιος: -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐμφόρβιος, -ον (Α)
1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον
τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή.