ἐνέρυθρος

English (LSJ)

ἐνέρυθρον, = ἐνερευθής, reddish, ὀφθαλμοί Aret.SD1.6.

Spanish (DGE)

-ον enrojecido οἱ ὀφθαλμοί Aret.SD 1.6.10.

German (Pape)

[Seite 839] röthlich, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέρυθρος: ον = ἐνερευθής, ὑπέρυθρος, κοκκινωπός, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6.

Greek Monolingual

ἐνέρυθρος, -ον (Α)
ενερευθής, υπέρυθρος, κοκκινωπός.