ὑπέρυθρος
English (LSJ)
ὑπέρυθρον, reddish, Hp.Prog.12, Art.86, Th.2.49, Pl.R. 617a.
German (Pape)
[Seite 1203] etwas roth; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. X, 617 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu rouge, rougeâtre.
Étymologie: ὑπό, ἐρυθρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρυθρος: красноватый Thuc., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρυθρος: -ον, ὀλίγον τι ἐρυθρός, Ἱππ. Προγν. 40, π. Ἀρθρ. 840, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Πολ. 617Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρυθρος, -ον, ΝΜΑ
ερυθρωπός, κοκκινωπός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υπέρυθρο
φυσ. η περιοχή του φάσματος της υπέρυθρης ακτινοβολίας
2. φρ. α) «υπέρυθρη ακτινοβολία» ή «υπέρυθρες ακτίνες»
φυσ. φωτεινή ακτινοβολία της οποίας τα μήκη κύματος είναι μεγαλύτερα τών ορατών ακτινοβολιών και μικρότερα τών μικροκυμάτων, δηλαδή η θέση της στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα βρίσκεται πριν από το ερυθρό
β) «υπέρυθρη αστρονομία»
αστρον. κλάδος της αστρονομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ουράνιων σωμάτων μέσω τών υπέρυθρων ακτίνων τις οποίες αυτά εκπέμπουν
γ) «υπέρυθρες αστρονομικές πηγές»
αστρον. χαρακτηρισμός οποιουδήποτε ουράνιου σώματος το οποίο ακτινοβολεί μετρήσιμες ποσότητες ενέργειας στην υπέρυθρη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρυθρός.
Greek Monotonic
ὑπέρυθρος: -ον, κάπως κόκκινος, κοκκινωπός, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπ-έρυθρος, ον,
somewhat red, reddish, Thuc., Plat.