ἐναντιόφωνος

English (LSJ)

ἐναντιόφωνον, contradicting, Hsch. s.v. ἀντίφωνα.

Spanish (DGE)

-ον del sonido o la voz que responde glos. a ἀντίφωνα Hsch.

German (Pape)

[Seite 827] mit entgegengesetzter Stimme, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιόφωνος: -ον, ὁ ἀντιφωνῶν, «ἀντίφωνα· ἐναντιόφωνα» Ἡσύχ.: ― ἐντεῦθεν ἐναντιο-φωνέω, -φωνία, λίαν μεταγεν.