ἐναράτιον
English (LSJ)
τό, = ἐνηρόσιον, IG12(1).924.20 (Rhodes, iii B. C.), dub. in ib.9(2).1229.10 (Phalanna, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
renta, alquilerpagado por el arriendo de tierras de cultivo IG 12(1).924.20 (Rodas III a.C.), dud. en Schwyzer 614.10 (Falana II a.C.), cf. ἐνηρόσιον.
Greek Monolingual
ἐναράτιον, το (Α)
μίσθωμα που προέρχεται από μίσθωση καλλιεργήσιμης γης.