(θέναρ) = ἐγχειρέω, Hsch.
poner en la mano Hsch., cf. θέναρ.
[Seite 842] = ἐγχειρέω, Hesych., s. simpl.
ἐνθεναρίζω: ἐγχειρίζω, «ἐνθεναρίζει· ἐγχειρεῖ ἐγχειρίζει;» Ἡσύχ.