θέναρ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A palm of the hand, πρυμνὸν ὕπερ θέναρος, i.e. just below the wrist, Il.5.339; χειρὸς τὸ ἐντὸς θέναρ Arist.HA493b32, cf. Poll.2.143.
b pl., the two muscles forming the borders of the palm, Gal.UP2.3.
c ball of the thumb, Ruf.Onom.87, Gal.18 (2).864.
2 flat of the foot, Hp.Mul.2.116(pl.), Arat.718.
3 metaph., θ. βωμοῖο hollow in the top of the altar, on which the offerings are laid, Pi.P.4.206; ἁλὸς θ. hollow bed of the sea, Id.I.4(3).56. (Cf. OHG. tenar 'palm of the hand'.)
German (Pape)
[Seite 1195] αρος, τό (vgl. θείνω), die flache Hand, mit der man schlägt, Il. 5, 337; eigtl. die hohle Hand zwischen den Fingern u. der Handwurzel, Medic.; vgl. Poll. 2, 143; auch Fußsohle, Hippocr.; θέναρ ποδός, Arat. 718. – Übertr., βωμοῖο θέναρ, die Vertiefung in der obern Altarfläche, in welche die Opfer gelegt wurden, Pind. P. 4, 206; auch ἁλός, der Meeresboden, I. 3, 74.
French (Bailly abrégé)
αρος (τό) :
creux ou paume de la main.
Étymologie: R. Θεν, frapper ; cf. θείνω.
Russian (Dvoretsky)
θένᾰρ: ᾰρος τό (тж. θ. χειρός Arst.)
1 ладонь: πρυμνὸν ὕπερ θέναρος Hom. у верхнего края ладони;
2 углубление, полость: θ. βωμοῦ Pind. полость жертвенника (углубление, в которое клали жертву); ἁλὸς θ. Pind. морская пучина.
Greek (Liddell-Scott)
θένᾰρ: -ᾰρος, τό, ἡ παλάμη τῆς χειρὸς καὶ ἰδίως τὸ κοῖλον, πρυμνὸν ὕπερ θέναρος, δηλ. ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν καρπόν, Ἰλ. Ε. 339· χειρὸς τὸ ἐντὸς θέναρ (ἴδε κατωτ.) Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 4. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός Ἱππ. 641. 25, Ἄρατ. 718. 3) μεταφ., θ. βωμοῦ, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ βωμοῦ κοίλωμα, ἐφ’ οὗ τὰ θύματα ἐτίθεντο, Böckh Ὑπομνήμ. εἰς Πινδ. Π. 4. 188 κἑξ.· ἁλὸς θ., ἡ ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, Πινδ. Ι. 4. 97 (3. 74). - Πρβλ. ὀπισθέναρ, ὑποθέναρ, ἐνθεναρίζω. (Οὐχὶ ἐκ τῆς √ΘΕΝ, θείνω, διότι δὲν εἶνε κυρίως τὸ μέρος τῆς χειρὸς δι’ οὗ ῥαπίζομεν, ἀλλὰ τὸ σαρκῶδες μέρος τὸ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ λιχανοῦ (Πολυδ. Β΄, 143). Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. dhanvan (ἐπίπεδος ἐπιφάνεια)· Ἀγγλο-Σαξον. denu (ἀγγλ. dene, valley)· Ἀρχ. Γερμ. tenar (θέναρ), tenni (tenne).)
English (Autenrieth)
αρος: flat of the hand, Il. 5.339†.
English (Slater)
θέναρ hollow φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (τὸ τοῦ βωμοῦ κοίλωμα τὸ ὑποδεχόμενον τὰ θύματα. Σ.) (P. 4.206) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον (Heyne: -ου codd.) πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (sc. Ἡρακλέης: the hollow bed, cf. τέναγος) †. 4. 56.
Greek Monolingual
το (Α θέναρ, -αρος)
ανατ. σαρκώδης προεξοχή της παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς του αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο της παλάμης, η χούφτα
αρχ.
1. το πέλμα του ποδιού
2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» — το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια του βωμού και στο οποίο ακουμπούσαν τα θύματα
β) «ἁλός θέναρ» — ο πυθμένας της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhen- «επιφάνεια (της παλάμης, της γης, μιας σανίδας)». Συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. tenar «παλάμη». Η αρχική έρρινη κλίση διατηρήθηκε στο συνθ. παραι-θένατα.
ΠΑΡ. αρχ. θεναρίζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) οπισθέναρ, παραιθένατα].
Greek Monotonic
θένᾰρ: -ᾰρος, τό,
1. η παλάμη του χεριού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., θέναρ βωμοῦ, το πλατύ μέρος της επιφάνειας ενός βωμού, σε Πίνδ.· ἁλὸς θέναρ, η επιφάνεια της θάλασσας, στον ίδ.
Frisk Etymological English
-αρος
Grammatical information: n.
Meaning: palm of the hand (also metaph.), sole of the foot (Il.).
Compounds: Also as 2. member, e. g. ὀπισθέναρ n. back of the hand (Poll.) for *ὀπισθο-θέναρ, παραιθένατα τὰ ἀπὸ τῶν μικρῶν δακτύλων παρὰ τὸ θέναρ, ἤγουν ἐπὶ τὸν καρπόν H.
Derivatives: Denomin. verbs: θεναρίζει τύπτει; ἐνθεναρίζει ἐγχειρεῖ H.
Origin: IE [Indo-European] [249] *dʰen-r palm of the hand
Etymology: Old word for palm of the hand, also in Germanic: OHG tenar m., tenra f. id. (thematic derivations of the r-stem). - Hypothetical further combinations in Pok. 249.
Middle Liddell
1. the palm of the hand, Il.
2. metaph., θ. βωμοῦ the flat top of the altar, Pind.; ἁλὸς θ. the surface of the sea, Pind.
Frisk Etymology German
θέναρ: -αρος
{thénar}
Grammar: n.
Meaning: Handfläche (auch übertr.), Fußsohle (seit Il.).
Composita: Auch als Hinterglied, z. B. ὀπισθέναρ n. Handrücken (Poll.) für *ὀπισθοθέναρ, παραιθένατα· τὰ ἀπὸ τῶν μικρῶν δακτύλων παρὰ τὸ θέναρ, ἤγουν ἐπὶ τὸν καρπόν H.
Derivative: Denominative Verba: θεναρίζει· τύπτει; ἐνθεναρίζει· ἐγχειρεῖ H.
Etymology: Altes Wort für Handfläche, auch im Germanischen vertreten: ahd. tenar m., tenra f. ib. (thematische Erweiterungen des r-Stammes). — Hypothetische weitere Kombinationen bei WP. 1, 853, Pok. 249.
Page 1,661-662
Translations
palm of the hand
Albanian: pëllëmbë, pllâmë; Arabic: رَاحَة, كَف; Egyptian Arabic: بَطْن إِيد; Hijazi Arabic: كَفّ; Armenian: ափ; Aromanian: palmã; Assamese: হাতৰ তলুৱা, কৰতল, তলুৱা; Asturian: palma; Avar: хъат; Azerbaijani: ovuc, kəfə, aya; Bashkir: ус; Belarusian: далонь; Bengali: করতল; Bikol Central: palad; Breton: boz; Bulgarian: длан; Burmese: ဖဝါး, လက်ဝါး; Buryat: альган; Catalan: palmell; Cebuano: palad; Central Dusun: palad; Chichewa: chikato; Chinese Cantonese: 手板; Mandarin: 手掌; Classical Nahuatl: mācpalli; Coptic: ϣⲟⲡ, ϩⲓⲟⲙⲉ; Czech: dlaň; Dalmatian: puolma; Danish: håndflade; Dutch: palm, handpalm; Esperanto: manplato, polmo; Estonian: kämmal; Evenki: ханңга; Faroese: lógvi; Finnish: kämmen; French: paume; Friulian: palme; Galician: palma; Georgian: ხელისგული; German: Handfläche, Handteller; Gothic: 𐌻𐍉𐍆𐌰; Greek: παλάμη; Ancient Greek: παλάμη, θέναρ; Hebrew: כַּף יָד, כַּף; Higaonon: palad; Hindi: हथेली; Hungarian: tenyér, marok; Icelandic: lófi; Ido: palmo; Ilocano: dakulap; Indonesian: telapak tangan; Ingrian: kämmen; Irish: bos, dearna; Italian: palmo; Japanese: 手のひら, 掌; Kalmyk: альхн; Karakalpak: alaqan; Kazakh: алақан; Khakas: айа; Khmer: ប្រអប់ដៃ, បាតដៃ; Korean: 손바닥; Kurdish Central Kurdish: لەپ, مِست; Northern Kurdish: kefa destî, kef; Kyrgyz: алакан; Lao: ຝ່າ; Latgalian: plauksts; Latin: palma, palpus; Latvian: plauksta, delna; Lithuanian: delnas; Macedonian: дланка; Malay: tapak tangan, telapak tangan; Manchu: ᡶᠠᠯᠠᠩᡤᡡ; Marathi: तळहात; Mongolian: алга; Nanai: пайнга; Navajo: álátłʼááh; Nepali: हत्केला; Nogai: ая; Norman: paûmé, paumet; Norwegian Bokmål: håndflate, handflate; Nynorsk: handflate; Occitan: palma, pauma; Old Church Slavonic Cyrillic: длань; Old English: handbred; Old Norse: lófi; Ossetian: армытъӕпӕн; Ottoman Turkish: كف, آیا; Pashto: خپړ, کف; Persian: کف, هبک sg; Polish: dłoń; Portuguese: palma, palma da mão; Quechua: maki pampan; Romanian: palmă; Russian: ладонь, долонь, длань; S'gaw Karen: စုညါသး; Saraiki: تَلّی; Sardinian: palma, parma, prama; Scottish Gaelic: bas, cròg; Serbo-Croatian Cyrillic: дла̏н; Roman: dlȁn; Shan: ၽႃႇ; Shor: алаққан; Sicilian: palma, pamma, pàlma, parma; Slovak: dlaň; Slovene: dlan; Sorbian Lower Sorbian: dłoń; Upper Sorbian: dłóń; Southern Altai: алакан; Southern Kalinga: parad, agpar; Spanish: palma, palma de la mano; Swahili: kikofi, kiganja; Swedish: handflata; Tagalog: palad; Tajik: каф; Tamil: உள்ளங்கை; Tatar: уч; Tausug: pad; Telugu: అరచేయి; Ternate: saha; Thai: ฝ่า; Tigrinya: ከብዲ ኢድ; Tooro: ekiganja; Tupinambá: poapytera; Turkish: aya, avuç içi; Turkmen: aýa; Ugaritic: 𐎋𐎔; Ukrainian: долоня, долонь; Urdu: ہتھیلی; Uyghur: ئالقان; Uzbek: kaft; Venetian: palma; Vietnamese: gan bàn tay, lòng bàn tay; Volapük: namakev; Welsh: cledr; West Frisian: bal, hânpalm; White Hmong: xib teg; Wolof: ténq; Xhosa: intende; Yakut: ытыс; Yiddish: דלאָניע; Zazaki: lep; Zulu: ukhweshe