ἐνθυμημάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐνθύμημα, v.l. in Gell.7(6).13.4.

Spanish (DGE)

-ου, τό
pequeño entimema, argumentación poco importante ἐνθυμημάτια quaedam lepida et minuta Gell.7.13.4.

German (Pape)

[Seite 843] τό, dim. von ἐνθύμημα, ein Sentenzchen, Gell. 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθῡμημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐνθύμημα, Γλωσσ. (ἑρμηνευόμενον Λατ. sensiculus), διάφ. γραφ. παρὰ Γελλίῳ 6. 13, 4.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθῡμημάτιον: τό мысль, изречение (ἐνθυμημάτια quaedam lepida Gell.).