ἐνισκήπτω

English (LSJ)

Epic for ἐνσκήπτω.

German (Pape)

[Seite 845] p. = ἐνσκήπτω, w. m. s.

Greek Monolingual

ἐνισκήπτω (Α)
ποιητ. τ. του ενσκήπτω.