ενσκήπτω

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

(AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) σκήπτω
1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά
2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία»)
αρχ.
1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό.