ενσκήπτω
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
Greek Monolingual
(AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) σκήπτω
1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά
2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία»)
αρχ.
1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό.