ἐννοηματικός
English (LSJ)
ἐννοηματική, ἐννοηματικόν,
A notional, Stoic. 2.75; subjective, Ascl. in Metaph.106.26; opp. οὐσιώδης, Gal.1.306. Adv. ἐννοηματικῶς Ascl. in Metaph.106.27, Procl.in Prm.p.632 S.; Glossaria on ἐμφαντικῶς, EM336.53.
II inventive, Vett.Val.42.33. Adv. ἐννοηματικῶς Id.166.7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de abstr. que está en el pensamiento o en la mente, mental, intelectual ὅροι Chrysipp.Stoic.2.75, αἴσθησις Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1317C, ὕψωμα Anon.Hier.Luc.35.6, op. οὐσιώδης ‘que está en la esencia’, Gal.1.306
•subst. τὸ ἐννοηματικόν el concepto Ascl.in Metaph.106.26, ὁ ἐ. dicho del λόγος Basil.M.31.477A.
2 de pers. inventivo Vett.Val.42.10.
II adv. -ῶς conceptualmente ἔχειν ... ἐ. Ascl.in Metaph.106.27, ἐν τῇ διανοίᾳ τοῦ πολιτικοῦ πάντα ἐστὶν ἐ. Procl.in Prm.814.
German (Pape)
[Seite 847] ή, όν, gedankenreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοηματικός: -ή, -όν, διανοητικός, ἐννοηματικὴ αἴσθησις Ἰουστῖν. Μ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐμφαντικῶς, Ἐτυμ. Μ. 336, 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐννοηματικός, -ή, -όν) εννόημα
ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός
αρχ.
μτφ.
1. υποκειμενικός
2. επουσιώδης
4. εφευρετικός.
επίρρ...
εννοηματικώς
1. με διανοήματα
2. εμφαντικώς
3. εφευρετικώς.