ἐννοσίδας
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, dor. (δᾶ = γῆ), dasselbe, Pind. P. 4, 33. 173.
Greek Monolingual
ἐννοσίδας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί εννοσίγαιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐννοσίδᾱς: ᾱ adj. m Pind. = ἐνοσίχθων.
[Seite 848] ὁ, dor. (δᾶ = γῆ), dasselbe, Pind. P. 4, 33. 173.
ἐννοσίδας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί εννοσίγαιος.
ἐννοσίδᾱς: ᾱ adj. m Pind. = ἐνοσίχθων.