ἐνσεισμός

English (LSJ)

ὁ, attack, of engines of war. Thd.Ez.26.9.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sacudida πρόσκρουσμα ἐνσεισμοῦ αὐτοῦ δώσει ἐν τοῖς τείχεσί σου Thd.Ez.26.9.