ἐνστερνίζομαι

German (Pape)

[Seite 853] an die Brust nehmen, umarmen, Sp., auch übertr., wie ἐνστηθίζω.

Spanish (DGE)

1 estrechar contra el pecho, e.e. abrazar ἐνστερνισαμένη (σε) ἑαυτῇ estrechándote ella contra su pecho Basil.M.31.636C, cf. Hsch.
fig. llevar en el pecho, albergar en el corazón τὸν σωτῆρα Clem.Al.Paed.1.6.43, (ἡ ψυχή) τὸν ... Χριστὸν ἐνστερνισαμένη Ath.Al.M.28.720D, cf. Chrys.M.62.90, ὅλου ... τοῦ πατρὸς ἐνστερνισμένου τὸν υἱόν Symb.Ant.345 (p.253.38), τοὺς λόγους αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) 1Ep.Clem.2.1, τῶν ... φώτων ἄλεκτον πόθον Eus.LC 5 (p.205), τὸν φόβον αὐτοῦ (Ἰησοῦ) Const.App.1 proem., cf. Amph.Or.in Res.p.70, Cosm.Ind.Top.6.23.
2 apoyarse en el pecho de c. ac. αὐτόν ref. Juan recostado sobre el pecho de Jesús en la última cena Const.App.5.14.3 (pero quizá mismo sign. que 1).

Greek Monolingual

(AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) στερνίζομαι
1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω
2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος της ψυχής μου
αρχ.-μσν.
ενεργ. αγκαλιάζω.