ἐνστρατοπεδεύομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστρατοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύομαι ἔν τινι τόπῳ, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Ἡρόδ. 9. 2, 85· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Θουκ. 2. 20, Πλουτ. Θησ. 27.
Greek Monotonic
ἐνστρᾰτοπεδεύομαι: αποθ., στρατοπεδεύω, σε Ηρόδ.· ομοίως και στην Ενεργ., Θουκ.
Middle Liddell
Dep. to encamp in, Hdt.;—so in Act., Thuc.