ἐντεχνής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. hábil, diestro, capaz ἐντεχνέστεροι ... πρὸς τὴν τοῦ συμφέροντος θήραν Cyr.Al.M.73.573C, ἐντεχνεῖς οἱ Λύδιοι περὶ τὴν μουσικήν Sch.Pi.N.8.24
•neutr. subst. τὸ ἐ. habilidad, pericia τὸ εἰς λόγους ἐ. Cyr.Al.M.76.853B.
2 ret., del estilo artificioso, elaborado sup. τί τοίνυν τὰ οὕτως ἐντεχνέστατα; ¿qué significa lo que se expresa así de forma tan artificiosa? Seuerian.Rom.Heb.p.337
•neutr. plu. sup. c. valor adv. ἐντεχνέστατα Cyr.Al.Dial.Trin.5.548a, cf. M.73.373C.
German (Pape)
[Seite 856] ές, = ἔντεχνος; Schol. Pind. N. 8, 24; K. S.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 345.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεχνής: -ές, -ἔντεχνος, Κύριλλ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 8. 24. ― Ἐπίρρ. ἐντεχνέως, μετὰ τέχνης, Χρησμ. Σιβυλλ. σ. 56.