ἐνῆλιξ

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, of age, in the prime of manhood, OGI338.21 (Pergam., ii B.C.), LXX 4 Ma.18.9, POxy.646 (ii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-ικος
• Morfología: [gen. plu. -ίκων ambiguo (cf. ἐνήλικος) LXX 4Ma.18.9, MAMA 6.225 (Apamea de Frigia, crist.), IPerge 78.4 (I/II d.C.)]
adulto, que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad τούτων δὲ ἐνηλίκων γενομένων LXX l.c., op. νεώτερος OGI 338.21 (Pérgamo II a.C.), μήπω ἐ. οὖσα SEG 37.1000.6 (Lidia II d.C.), op. ἀφῆλιξ POxy.646 (II d.C.), op. ἀνενῆλιξ MAMA l.c., cf. IPerge l.c., Gloss.2.164.

German (Pape)

[Seite 840] ικος, erwachsen, mannbar, ἐν ἡλικίᾳ ὤν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῆλιξ: ῐκος, ὁ ἡ, ὁ ἔχων τὴν νόμιμον ἡλικίαν, ὁ φθάσας εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, «ἐὰν εἰσήγαγεν εἰς τοὺς φράτορας υἱὸν ἐνήλικα γενόμενον» Σουΐδ. ἐν λέξει: μειαγωγεῖν, Πλουτ. Τιμολ. 13.

Greek Monolingual

ο, η
βλ. ενήλικος.