ἐνήλικος Search Google

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνήλῐκος Medium diacritics: ἐνήλικος Low diacritics: ενήλικος Capitals: ΕΝΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: enḗlikos Transliteration B: enēlikos Transliteration C: enilikos Beta Code: e)nh/likos

English (LSJ)

ἐνήλικον, = ἐνῆλιξ (of age, in the prime of manhood, adult), Sammelb. 4638.11 (ii BC), IG 7.2712.70 (Acraeph.), Plu. Cat. Ma. 24, etc.

Spanish (DGE)

-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).

German (Pape)

[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήλῐκος: возмужалый, взрослый (παῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.

Greek Monotonic

ἐνήλῐκος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐνήλῐκος, ον
of age, in the prime of manhood, Plut.