ἐξαναρπάζω

English (LSJ)

snatch away, E.Hel.1565, IA75.

Spanish (DGE)

apoderarse a la fuerza, raptar ἐξαναρπάσας Ἑλένην E.IA 75, ταῦρον E.Hel.1565.

German (Pape)

[Seite 868] herausreißen, entführen, Ἑλένην, ταῦρον, Eur. Hel. 1581 I. A. 75.

French (Bailly abrégé)

enlever de force, ravir.
Étymologie: ἐξ, ἀναρπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναρπάζω: похищать (Ἑλένην Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναρπάζω: ἀναρπάζω ἔκ τινος μέρους, οἱ δ’ ἐξανήρπασαν ταῦρον Εὐρ. Ἠλ. 1565, Ι. Α. 75.

Greek Monolingual

ἐξαναρπάζω (Α)
1. αρπάζω κάτι βίαια και βιαστικά, αναρπάζω («ἐξανήρπασαν ταῦρον», Ευρ.)
2. (για γυναίκα) κλέβω, κάνω απαγωγή («ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαναρπάζω: μέλ. -σω ή -ξω, αρπάζω μακριά από ένα μέρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω or ξω
to snatch away, Eur.