Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρπάζω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρπάζω Medium diacritics: ἀναρπάζω Low diacritics: αναρπάζω Capitals: ΑΝΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: anarpázō Transliteration B: anarpazō Transliteration C: anarpazo Beta Code: a)narpa/zw

English (LSJ)

fut. -άσω (v. infr. III) and -άξω, more freq. in Med. form -άσομαι (v. infr. III) aor. -ήρπασα and -†ξα, in Hom. as suits the metre: aor. 2 Pass.
A ἀνηρπάγην D.S.4.75, Plu. Pyrrh.7:—snatch up, ἀνὰ δ' ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη (sc. τὸ ἔγχος) Il. 22.276, cf. Pi.P.4.34; ἀ. τὰ ὅπλα X.An.7.1.15; of the sun causing the earth's moisture to evaporate, Hp.Aër.8, cf. Plu.2.658b, Aristid. Or.36(48).60.
II snatch away, carry off, ὅτε μιν.. ἀνήρπασε Φοῖβος Il.9.564, cf. 16.437, Od.4.515, 5.419; of slave-dealers, ἀλλά μ' ἀνήρπαξαν Τάφιοι kidnapped me, 15.427, cf. X.An.1.3.14, Aristid.1.16† J., etc.; ἀνήρπασέν ποτε.. Κέφαλον ἐς θεοὺς Ἕως E.Hipp.454; ἀ. τοῖς ὄνυξιν, of an eagle, Ar.V.17, cf. Epicr.2.10:—Pass., φροῦδος ἀναρπασθείς S.El.848 (lyr.), etc.; ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης IG 12(7).51 (Amorgos): in Prose, to be carried off to prison, δεῖ με ἀνηρπάσθαι D. 21.120, 124, cf. 10.18.
2 in good sense, rescue, Plu.Pyrrh.16:—Pass., ib.7.
III take by storm, ravage, σὺ.. ἀναρπάσεις δόμους; E. Ion1303; of persons, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας take them by storm or at once, Hdt.8.28, cf. 9.59:—Pass., ἀνήρπασται πόλις E.Ph.1079, Hel.751, D.9.47; ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος Aeschin.3.133.
IV carry off, steal, πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες X.An.1.3.14; τρία τάλαντα ἀνηρπάκασι D.27.29; of regraters, buy up unfairly, ἀ. σῖτον Lys.22.15.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. -άσω, -άξω; aor. -ήρπασα, -ήρπαξα en Hom. según el metro; nom. sg. part. ἀναρπάσαις Pi.O.9.58, ἀναρπάξαις Pi.P.4.34; aor. pas. ἀνηρπάγην D.S.4.75, Plu.Pyrrh.7]
I de cosas
1 arrebatar hacia arriba (ἔγχος) ἀνὰ δ' ἥρπασε Παλλάς Il.22.276, ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις Pi.P.4.34, αἰετὸν ... ἀναρπάσαντα τοῖς ὄνυξιν ἀσπίδα Ar.V.17, τὰ ὅπλα X.An.7.1.15, ὁ ἥλιος ... ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότατον καὶ κουφότατον Hp.Aër.8, διαπάσματα ... οἷς ἀναρπάζουσι τοὺς ἱδρῶτας Plu.2.624e, cf. 658b, Aristid.Or.36.60
en pas. sujetarse arriba de prendas ἀναρπαζόμεναι τοῖς ὤμοις Lyd.Mag.2.4.
2 sin mov. hacia arriba saquear, robar δόμους E.Io 1303, πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες X.An.1.3.14, τάλαντα D.27.29, τινα POsl.2.18.3 (II d.C.)
de especuladores retener fraudalentamente (σῖτον) ἀναρπάζουσιν ... καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Lys.22.15.
II de pers.
1 arrebatar, arrastrar μιν ἀναρπάξασα θύελλα Od.4.515, cf. 5.419
ref. a la muerte, en v. pas. φροῦδος ἀναρπασθείς S.El.848
asaltar πάντας τοὺς διαπορευομένους LXX Id.9.25.
2 raptar por motivo amoroso μιν ... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἀπόλλων Il.9.564, θύγατρ' ... ἀναρπάσαις Pi.O.9.58, ἀνήρπασεν ... Κέφαλον ἐς θεοὺς Ἕως E.Hipp.454
para vender como esclavos μ' ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληΐστορες ἄνδρες Od.15.427, λῃστὰς ... οἳ Βρόμιον ἀνήρπασαν E.Cyc.112.
3 apresar, encarcelar en v. pas. δεῖ μ' ἀνηρπάσθαι D.21.120, cf. 10.18, 21.124.
4 arrebatar, salvar μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης ... ἀναρπάξας Il.16.437, Πύρρον οἱ φίλοι περισχόντες ἀνήρπασαν Plu.Pyrrh.16, ἀνηρπάγη γὰρ ὑπὸ τῶν φίλων Plu.Pyrrh.7.
III en v. med., en la guerra barrer, destrozar ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Ἕλληνας como si fueran a barrer a los griegos Hdt.9.59, cf. 8.28
en v. pas. ser barrido, arrasado κοὐκ ἀνήρπασται πόλις E.Ph.1079, Θῆβαι ... ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνήρπασται Aeschin.3.133, cf. E.Hel.751, D.9.47, Aristid.1.161.

German (Pape)

[Seite 205] (s. ἁρπάζω), in die Höhe reißen, ἔγχος, die Lanze aus dem Boden reißen, Il. 22, 276; ὅπλα, haftig ergreifen, Xen. An. 7, 1, 15; fortreißen, entführen, rauben, Iliad. 16, 437. 9, 564 Od. 4, 515. 5, 419. 20, 63. 23, 316. 15, 427; Pind. Ol. 9, 62; ἀναρπασθείς, hingerafft, von den Gestorbenen, Soph. El. 838; ἀναρπάξαντε Theocr. 22, 137; – ἄρουραν, πόλιν, plündern, Pind. P. 4, 34; Eur. Hel. 751 Phoen. 1066; aber πόλις μεθ' ἡμέραν μίαν ἐκ μέσης τῆσἙλλάδος ἀνήρπασται Aesch. 3, 133 (vgl. Din. 1, 24) heißt weggetilgt, vgl. 136; ναυτικὴ καὶ πεζὴ στρατιὰ καὶ πόλεις ἄρδην εἰσὶν ἀνηρπασμένοι Dem. 9, 47; Pol. 4, 54; auch von Menschen, gänzlich zu Grunde richten, Dem. 10, 18. 21, 120. 59, 8. – Med. fut., mit sich fortreißen, Her. 8, 28. 9, 59, von einem Alles niederwerfenden Reiterangriff.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναρπάσω, ao. ἀνήρπασα, pf. ἀνήρπακα;
I. (ἀνά, en haut);
1 entraîner en haut, saisir en enlevant ; ἀνηρπασμένος εἰς θεούς PLUT enlevé au ciel et placé parmi les dieux;
2 enlever en hâte, saisir vivement : τὰ ὅπλα XÉN ses armes;
3 bouleverser de fond en comble, ravager, détruire (une ville);
II. (ἀνά, en arrière) emmener de force, entraîner : τινα ἀπὸ μάχης IL entraîner qqn hors du combat ; ἀν. τι emmener ou emporter du butin ; particul. emmener en esclavage.
Étymologie: ἀνά, ἁρπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρπάζω:
1 выхватывать, выдергивать (ἔγχος Hom.);
2 хватать: ἀναρπάσαντες τὰ ὅπλα Xen. схватившись за оружие;
3 похищать, уносить (τινά Hom., Eur., Arph., Xen., Plut.): φροῦδος ἀναρπασθείς Soph. он похищен (смертью);
4 силой приводить (τινά Dem.);
5 спасать (ἀνηρπάσθαι ὑπὸ τῶν φίλων Plut.);
6 захватывать, расхищать, разорять, грабить (ἀρούρας Pind.; δόμους Eur.; πόλις ἀνηρπάσθη Dem.);
7 брать приступом, атаковать (τοὺς Φωκέας Her.);
8 истреблять, уничтожать (Ἀχαιούς Eur.): ἀ. τοὺς ἱδρῶτας Plut. прекращать потоотделение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρπάζω: μέλλ. -άσω (κατωτέρ. ΙΙΙ.) καὶ -άξω, συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -άσομαι, ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ: ἀόρ. -ήρπασα καὶ -αξα, παρ’ Ὁμήρ. κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: (ἴδε ἁρπάζω). Κύπτω καὶ ἁρπάζω ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, ἐν γαίῃ δ’ ἐπάγη (τὸ ἔγχος)· ἀνὰ δ’ ἤρπασε Παλλὰς Ἀθήνη Ἰλ. Χ. 276· οὕτω Πινδ. ΙΙ. 4. 60, καὶ Ἀττ.: ἀν. τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 7. 1, 15: ἐπὶ τοῦ ἡλίου μεταβάλλοντος εἰς ἀτμὸν καὶ ἀνάγοντος τὸ ὕδωρ, ὁ ἥλιος ἀνάγει καὶ ἀναρπάζει τοῦ ὕδατος τό τε λεπτότερον καὶ κουφότατον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. ΙΙ. ἁρπάζω, ἀπάγω, ὅτε μιν... ἀνήρπασε Φοῖβος Ἰλ. Ι. 564· ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης θείω ἀναρπάξας Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437· τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα Ὀδ. Δ. 515, πρβλ. Ε. 419· ἐπὶ δουλεμπόρων, ἀλλά μ’ ἀνήρπαξαν Τάφιοι Ο. 427· οὕτω παρὰ Διοδ., κτλ.: ἀνήρπασέν ποτε ἡ καλλιφεγγὴς Κέφαλον εἰς θεοὺς Ἔως Εὐρ. Ἱππ. 454· ἀν. τοῖς ὄνυξιν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 17· πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 10: - Παθ., φροῦδος ἀναρπασθεὶς Σοφ. Ἠλ. 848: καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς ὡσαύτως, ἀπάγομαι διὰ τῆς βίας, σύρομαι ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων, ἄγομαι εἰς τὴν φυλακήν, Λατ. rapi in jus, δεῖ με ἀνηρπάσθαι 554. 1· πρβλ. 136. 11., 550. 20· ἴδε Βουττμάν. Δημ. Μειδ. ἐν τῷ πίνακι. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, διασώζω, ἀπολυτρώνω, Πλουτ. Πύρρ. 16. ΙΙΙ. κυριεύω ἐξ ἐφόδου, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, σύ... ἀναρπάσεις δόμους Εὐρ. Ἴων 1303· οὕτω καὶ ἐπὶ προσώπων, καταβάλλω, νικῶ ἐξ ἐφόδου, ὡς ἀναρπασόμενοι τοὺς Φωκέας Ἡρόδ. 8. 28., 9. 59: - Παθ., ἀνήρπασται πόλις Εὐρ. Φοίν. 1079, Ἑλ. 751, Δημ. 123. 10, Αἰσχίν. 72. 30. ΙV. διαρπάζω, ἁρπάζω καὶ φεύγω, πολλοὺς καὶ πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἀνηρπακότες Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· τρία τάλαντα ἀνηρπάκασι Δημ. 822. 27: - ὡσαύτως, ἐπὶ προαγοραζόντων ἐμπόρευμα χονδρικῶς εἰς χαμηλότατην τιμὴν ὅπως πωλήσωσιν αὐτὸ αἰσχροκερδῶς εἰς ὑπερβολικὴν τιμήν, ὅταν γὰρ μάλιστα σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, ἀναρπάζουσιν οὗτοι καὶ οὐκ ἐθέλουσι πωλεῖν Λυσ. κατὰ Σιτοπωλ. 165. 30.

English (Autenrieth)

aor. ἀνήρπαξα and ἀνήρπασα, part. ἀναρπάξᾶς: snatch up, snatch away, especially of sudden gusts of wind, Od. 4.515.

English (Slater)

ἀναρπάζω snatch up Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη (O. 9.58) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν (P. 4.34)

Greek Monolingual

(AM ἀναρπάζω)
1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω
2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου
3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ
αρχ.
1. σέρνω, τραβώ με τη βία
2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω
3. αρπάζω, κλέβω
4. σώζω, διασώζω, λυτρώνω, γλυτώνω
5. αρπάζω από την αγορά, αγοράζω εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή για να το πουλήσω σε υπερβολική, με αισχροκέρδεια
6. (για τον ήλιο) κάνω να εξατμιστεί η υγρασία της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρπάζω.
ΠΑΡ. αναρπαγή
αρχ.
αναρπάγδην, αναρπαστός
νεοελλ.
ανάρπαγος, ανάρπαστος].

Greek Monotonic

ἀναρπάζω: μέλ. -άσω και -άξω, επίσης το Μέσ. τύπο -άσομαι· αόρ. αʹ -ήρπασα και -αξα·
I. αρπάζω, τσακώνω, μαγγώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
II. αποσπώ, τραβώ, υφαρπάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για δουλέμπορους, απαγάγω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σε Σοφ.· στον πεζό λόγο επίσης, σύρομαι ενώπιον κάποιου άρχοντα, σύρομαι στη φυλακή, Λατ. rapi in Jus, σε Δημ.
2. με θετική σημασία, διασώζω, σε Πλούτ.
III. κυριεύω εξορμώντας, λεηλατώ, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας, τους κυρίευσε με έφοδο ή μεμιάς, σε Ηρόδ.
IV. υφαρπάζω, διαρπάζω, αφαιρώ, σε Ξεν., Δημ.

Middle Liddell

I. to snatch up, Il., Xen.
II. to snatch away, carry off, Hom., etc.; of slave-dealers, to kidnap, Od.:—Pass., Soph.: in Prose also, to be dragged before a magistrate, carried off to prison, Lat. rapi in jus, Dem.
2. in good sense, to rescue, Plut.
III. to take by storm, plunder, Eur.; of persons, ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας to take them by storm or at once, Hdt.
IV. to carry off, steal, Xen., Dem.