snatch
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Euripides, Cyclops), Ar. and V. μάρπτειν.
seize hold of: P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.); see seize.
snatch away: P. and V. ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, ἀφαρπάζειν, συναρπάζειν, ἐξαρπάζειν, V. ἐξαναρπάζειν.