ἐξαυστήρ
English (LSJ)
ἐξαυστῆρος, ὁ, flesh-hook for taking meat out of a pot, A.Fr. 2, Poll.6.88, EM346.56, Hsch.; [ἐξ]αὐστήρ IG2.818.27; [ἐξ]αὐστήρ ib.689.
German (Pape)
[Seite 874] ῆρος, ὁ, eine Gabel, Fleisch aus dem Kochtopf zu langen, Aesch. frg. 372 (nach VLL. von ἐξαύω, = ἐξαιρέω).
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυστήρ: ῆρος ὁ вилка для супового мяса Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυστήρ: ῆρος, ὁ, «κρεάγρα», Πολυδ. ϛ΄, 88, Ἡσύχ. ἐν λέξει, Ἐτυμ. Μ. 346. 56, ἐπανορθωθὲν ὑπὸ Böckh. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 161· - πρβλ. ἐξαύω.
Greek Monolingual
ἐξαυστήρ, ο (Α) εξαύω (I), μεγάλο πιρούνι για να βγάζουν το κρέας από το τσουκάλι.
Frisk Etymological English
-ῆρος See also: s. 2. αὔω.
Frisk Etymology German
ἐξαυστήρ: -ῆρος
{eksaustḗr}
Grammar: m.
Meaning: κρεάγρα, Fleischzange (A. Fr. 2, Inschr., Poll. usw.)
Derivative: mit dem Deminutivum ἐξαύστριον (Delos IIIa).
Etymology: Auch ἐξαύστης (Delos IIa; nach der Zusammenbildung πυραύστης). S. 2. αὔω.
Page 1,529