ἐξερωτάω

English (LSJ)

A search out, inquire, PiP.9.44.
2 c. acc. pers., question, E.Fr.579, BGU1141.34 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 879] ausfragen; γενεάν Pind. P. 9, 45; absol., Eur. Phoen. 385 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερωτάω:
1 расспрашивать (τινα Eur.);
2 разузнавать (γενεάν τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερωτάω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ πληροφορίας, ἐρωτῶ νὰ μάθω, κούρας δ’, ὁπόθεν, γενεὰν ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα; Πινδ. Π. 9. 79. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ, πάλαι δή σ’ ἐξερωτῆσαι θέλων Εὐρ. Ἀποσπ. 583.

English (Slater)

ἐξερωτάω ask “κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα;” (P. 9.44)