ἐξιλεωτικός

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, = ἐξιλαστικός, Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλεωτικός: -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐξιλεωτικός, -ή, -όν) εξιλεωτής
1. ο σχετικός με την εξιλέωση
2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση.