ἐξοπλασία

English (LSJ)

ἡ, = ἐξοπλισία, Arist.Ath.15.4.IG12(5).647.39 (Ceos), SIG 410.10 (pl., Erythrae, iii B. C.), v.l. in D.S.16.3, 19.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπλασία: ἡ, = ἐξοπλισία, ἐξέτασις ἐν ὅπλοις, Ἐπιγρ. Κέω, Rang. Ant. hel. 821 (CIG. 2360), Ἐρυθρῶν, Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγ. σχ. Σμύρνης 1880, σ. 123.