ἐξοπλισία
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ἡ,
A muster of troops under arms, review, Aen.Tact.10.13 (pl.); ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ under arms, X.An.1.7.10, Plb.11.9.4, Str. 15.3.18, etc.
2 field-day, manoeuvres, Ael.Tact.24.1(pl.); ταῖς ἐ. γυμνάζειν Man.Hist.42.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das unter die Waffen Treten u. gegen den Feind Ausrücken, Xen. An. 1, 7, 10; die Revüe, D. Sic. öfter; Pol. 10, 22, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prise d'armes.
Étymologie: ἐξοπλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπλῐσία: ἡ
1 надевание оружия, вооружение (ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ Xen.);
2 смотр войскам Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπλῐσία: ἡ, ἐξοπλισμός, ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ, ἐν ᾧ χρόνῳ ὁ στρατὸς εὑρίσκετο ἐν ὅπλοις, ἐν τῇ ἐξετάσει, ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει, Λατ. in procinctu, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 39· ἐν ταῖς ἐξοπλισίαις, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἐπιθεωρήσεσι, Διόδ. 19. 3.
Greek Monolingual
ἐξοπλισία, η (Α) έξοπλος
ο εξοπλισμός.
Greek Monotonic
ἐξοπλῐσία: ἡ, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στρατός βρίσκεται στα όπλα, σε Ξεν.